«Φέτος εορτάζουμε τα πενήντα χρόνια λειτουργίας των Εκπαιδευτηρίων μας. Για να είμαστε ακριβείς στο μέτρημα του χρόνου θα πρέπει να προσθέσουμε ακόμη δεκαπέντε χρόνια. Κι αυτό, γιατί ο θεμέλιος λίθος της όλης προσπάθειας τοποθετήθηκε ήδη από το έτος 1935. Ο σημερινός εορτασμός μας δίνει την ευκαιρία να ξαναγυρίσουμε νοσταλγικά και δοξαστικά στο παρελθόν και να θυμηθούμε πώς ξεκίνησαν όλα και έφθασαν μέχρις εδώ. Αυτή τη διαδρομή θα προσπαθήσω συνοπτικά να σας παρουσιάσω στη συνέχεια….
Όλα άρχισαν κατά θεία βούληση το έτος 1935, όταν ή Ελένη Κουνδούρου, κόρη τού Μανούσου Κουνδούρου, οπλαρχηγού στην Επανάσταση της Κρήτης κατά του τουρκικού ζυγού και κατόπιν Υπουργού Κρήτης, αποφασίζει να πάει στο μοναστήρι τής Παναγίας της Τήνου με σκοπό να γίνει μοναχή και να διακονήσει τον Κύριο με έναν ιδιότυπο για την εποχή τρόπο: Ιδρύοντας Σχολή στην Τήνο για τα Ελληνόπουλα με διδακτικό προσωπικό ορθόδοξες μοναχές. Η Ηγουμένη της Μονής Κεχροβουνίου, Θεοφανώ Βιδάλη (1933-1941), τη δέχεται, ασπάζεται τούς οραματισμούς της και προσκαλεί στην Τήνο τον τότε Μητροπολίτη Σύρου, Τήνου … κύριο Φιλάρετο Ιωαννίδη (1930-1961), για να πάρει τη σχετική απόφαση. Ο Μητροπολίτης έρχεται στο Μοναστήρι, ακούει την Ελένη, συμφωνεί με τα σχέδιά της, και δίνει την ευλογία του να γίνει δόκιμος μοναχή και να αρχίσει στο Μοναστήρι την προετοιμασία για το έργο της.
Από τους θεοφιλείς πόθους της Ελένης εμπνέονται και άλλα πρόσωπα της Μονής Κεχροβουνίου -πρόθυμα να προσφέρουν τον εαυτό τους στη διακονία του έργου- όπως η Βερονίκη Βέκκιου, μορφωμένη και ενάρετη μοναχή και οι δόκιμες Αγγελική Παπαδάκη και Ειρήνη Γουλιέλμου. Η αδελφή Ελένη μας προετοιμάζει για την πραγματοποίηση του σκοπού της με τη διδασκαλία ανάλογων μαθημάτων. Παράλληλα αναλαμβάνει τη προστασία ορφανών παιδιών μεταξύ των οποίων τα πρώτα είναι οι ορφανές θυγατέρες του τότε διακόνου, Παναγιώτη Σανταμούρη, Μαργαρίτα Εννέα (9) ετών και Ελένη μόλις δεκαοκτώ (18) μηνών και έξω -στον ξενώνα της Μονής- επιδίδεται στη διδασκαλία μαθημάτων γενικής παιδείας και Κατηχητικού. Ο τότε αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (1923-1938), ενισχύει τις ανάγκες των παιδιών με την αποστολή ιματισμού και τροφίμων.
Η Ελένη Κουνδούρου, εκτός από τις άμεσες συνεργάτιδες που έχει μέσα στη Μονή, ιδρύει αδελφάτο, εκτός Μονής, με τη βοήθεια καθηγητών Πανεπιστημίου και ανθρώπων που αγαπούν την Εκκλησία και τα Ελληνικά Γράμματα, και υποβάλλει τα δικαιολογητικά στο Υπουργείο Παιδείας για την ίδρυση της Σχολής. Ένας συνταξιούχος δάσκαλος, ο Γεώργιος Βιδάλης, ξάδελφος της Ηγουμένης, προσφέρει γι’ αυτό το σκοπό ένα κτήμα κάτω από το μοναστήρι με μια όμορφη βυζαντινή Εκκλησία, τον Άγιο Νικόλαο. Ο αδελφός της Ελένης, Αρίστων Κούνδουρος, ΕΙΚ. 3 πολιτικός μηχανικός και θεολόγος, έρχεται στην Τήνο και αρχίζει να εκπονεί τα σχέδια για την ανοικοδόμηση της Σχολής.
Το Ίδρυμα της Ευαγγελιστρίας Τήνου παίρνει απόφαση κάθε χρόνο να προσφέρει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για τη λειτουργία της. Όλα προχωρούν ευνοϊκά. Η άδεια όμως δεν έρχεται. Στο μεταξύ ξεσπάει ο πόλεμος. Η Ηγουμένη καλεί τον πνευματικό της Μονής Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο (1884-1980), για να προετοιμάσει τις αδελφές για την επίσημη ένταξή τους στη μοναχική πολιτεία. Πρώτα γίνεται ή κουρά της δοκίμου Ελένης με το όνομα Θεοδούλη και ακολουθούν της Αγγελικής με το όνομα Θεοκλήτη και της Ειρήνης με το όνομα Πελαγία.
Ο καιρός περνά. Η μοναχή Θεοδούλη συνεχίζει να εργάζεται μέσα στο Μοναστήρι περιμένοντας την άδεια. Τέλος το Υπουργείο απαντά ότι η Σχολή μπορεί να ιδρυθεί σε οποιοδήποτε μέρος της Ελλάδας εκτός από την Τήνο. Γιατί όχι στην Τήνο; Η απάντηση είναι απλή: η σύζυγος του δικτάτορος Ιωάννου Μεταξά, Έλενα, ζήτησε από το Υπουργείο Παιδείας να μην επιτρέψει την ίδρυση Ορθοδόξου σχολείου στην Τήνο, διότι ήδη λειτουργούσε στο νησί Σχολή με Ρωμαιοκαθολικές καλόγριες, οι οποίες δεν ήθελαν την ίδρυση ενός τέτοιου με ορθόδοξες μοναχές, διότι η εργασία αυτή θα εμπόδιζε -όπως έλεγαν- και στο τέλος θα έκλεινε τη δική τους Σχολή.
Ο Μητροπολίτης, βλέποντας το αδιέξοδο, αναλαμβάνει να μας εγκαταστήσει, μοναχές και παιδιά, σε ένα ερειπωμένο μοναστήρι της Σύρου, την Αγία Βαρβάρα.
Για να κατοικηθεί όμως το μοναστήρι, έπρεπε να επισκευαστούν και να ανοικοδομηθούν ορισμένοι χώροι. Τότε είναι πού αρχίζει ένας ακόμα πολύπλευρος αγώνας. Ο αριθμός των προστατευόμενων παιδιών ανέρχεται στα τριανταπέντε (35). Η μεγάλη απόσταση τού Μοναστηριού από την πόλη δυσχεραίνει τη φοίτησή τους σε σχολείο.
Μπροστά σ’ αυτό το αδιέξοδο αποφασίζουμε να φύγουμε από τη Σύρο το 1949 και να εγκατασταθούμε προσωρινά στο πατρικό σπίτι της -μοναχής – Θεοδούλης Κουνδούρου στην Αθήνα, στο οποίο ήδη έχει εγκατασταθεί η οικογένειά της από το έτος 1934. Από εκεί γίνονται προσπάθειες να βρούμε δικό μας σπίτι. Χρήματα δεν υπάρχουν. Τελικά, βρίσκουμε ένα μικρό σπίτι στην περιοχή τής Αγίας Παρασκευής με δύο δωμάτια, ένα χωλ και μια κουζίνα στη διάθεση τριάντα (30) ατόμων(!), αδελφών και παιδιών. Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ο Σπυρίδων Βλάχος (1949-1956).
Τον Επισκεπτόμαστε, του εκθέτουμε το πρόβλημά μας και εκείνος προσφέρεται να μας βοηθήσει. Στην Άνω Ηλιούπολη υπάρχει ένα κτίριο της Αρχιεπισκοπής πού το έχει δωρίσει ο αείμνηστος Π. Πρωτοπαπάς.
Μας το δίνει και μας παροτρύνει να ιδρύσουμε Σύλλογο, για να έχουμε νομιμότητα και να υποβάλουμε τα απαραίτητα δικαιολογητικά στο Υπουργείο για την ίδρυση της Σχολής, το οποίο καθυστερεί την έκδοση άδειας. Μονή δεν μπορούσαμε να Ιδρύσουμε, γιατί δεν είχαμε τον αριθμό μοναχών που όριζε ο νόμος. Αργότερα το έτος 1955 ιδρύεται επίσημα και η Μονή με το υπ’ αριθμ. 248/8 Σεπτεμβρίου 1955 Βασιλικό Διάταγμα με την Επωνυμία “Γυναικεία Κοινοβιακή Πρότυπος Ιερά Μονή της Θεομήτορος”.
Ο Αρχιεπίσκοπος διαρκώς ερωτά, ώσπου μια ημέρα τον επισκέπτομαι στο γραφείο του και του απαντώ και πάλι αρνητικά όσον αφορά την έκδοση άδειας. Τον βλέπω να είναι σκεπτικός. Σαν να προσπαθεί να πάρει κάποια απόφαση. Σε λίγο σηκώνεται, παίρνει τη ράβδο του και μου δείχνει τη πόρτα. Προχωρεί προς την έξοδο. Ακολουθώ εγώ. Κατηφορίζει την Αγίας Φιλοθέης, περνά την Μητροπόλεως, φτάνει στην Ευαγγελιστρίας. Εκεί δεξιά είναι η πόρτα του Υπουργείου Παιδείας. Κτυπά το χεράκι δυνατά. Τότε δεν υπήρχε κουδούνι. Ανοίγει ξαφνιασμένος ο θυρωρός. Τον ρωτά με δυνατή φωνή: “Είναι πάνω ο Υπουργός”; Ο θυρωρός του απαντά ότι είναι πάνω και του ανοίγει την πόρτα. Μπαίνει μέσα. Ανεβαίνει τη σκάλα. Στο πρώτο πάτωμα είναι το γραφείο του κ. Υπουργού. Ο κλητήρας βλέπει τον Αρχιεπίσκοπο και παραμερίζει. Ο Μακαριότατος μπαίνει μέσα. Ο Υπουργός ξαφνιάζεται, χαιρετά τον Αρχιεπίσκοπο και του προσφέρει κάθισμα. Εκείνος πάντα όρθιος του λέει: “Ειδοποίησε τον διευθυντή σου να φέρει τα χαρτιά τής Αρχιεπισκοπής. Τα χαρτιά για τη Σχολή” και δείχνει εμένα. Σε λίγο ήλθε ο κ. διευθυντής κρατώντας τα χαρτιά. Ο Μακαριότατος τα πήρε, τα έδωσε στον Υπουργό και του είπε: “Κοίταξέ τα και, αν είναι νόμιμα, υπόγραψέ τα”. Ο Υπουργός τα διάβασε προσεκτικά και κατόπιν πήρε τον κονδυλοφόρο και έβαλε την υπογραφή του. Τα έδωσε στον Αρχιεπίσκοπο και ζήτησε την ευχή του. Εκείνος τα πήρε και με τον ίδιο τρόπο γυρίσαμε στην Αρχιεπισκοπή. Τώρα πια έχουμε την άδεια Ιδρύσεως.
Για να λειτουργήσει όμως η Σχολή έπρεπε να έχουμε και την άδεια καταλληλότητας χώρου. Έρχεται η Επιτροπή του Υπουργείου Παιδείας. Για μονοτάξιο Δημοτικό προτείνουμε τη μόνη αίθουσα που έχουμε διαστάσεων 6Χ6τ.μ. και παίρνουμε άδεια για μονοθέσιο Δημοτικό Σχολείο. Για τις δύο πρώτες τάξεις Γυμνασίου έχουμε μόνο δύο δωμάτια διαστάσεων 2,5Χ2,5τ.μ.. Ο χώρος κάθε άλλο παρά κατάλληλος είναι, σ’ αυτό συνηγορούν και τα δυο μέλη της Επιτροπής. Ο μηχανικός λέει: “Πώς θα λειτουργήσει Γυμνάσιο σε δωμάτια 2,5Χ2,5τ.μ.;” Το ίδιο και ο γιατρός. Το τρίτο όμως μέλος της Επιτροπής, ο τότε γενικός Επιθεωρητής Α΄ περιφέρειας Αθηνών, Δημήτριος Τσιρίμπας, παίρνει τον κονδυλοφόρο και λέει: “Εγώ θα υπογράψω. Αυτό το μικρό σχολείο θα γίνει μια μέρα μεγάλο”. Σκύβει και υπογράφει. Τότε υπογράφουν και οι άλλοι δύο. Αυτή την ημέρα γιορτάζουμε σήμερα. Την έκδοση της υπ’ αριθμ. 74011/1950 άδειας λειτουργίας του Σχολείου μας. Αρχικά το Γυμνάσιο λειτουργεί με δύο τάξεις Α΄ και Β΄. Τον επόμενο χρόνο κτίζουμε στην αυλή μια αίθουσα με πλίνθους και στέγη από ελενίτ και στεγάζουμε την Γ΄ τάξη. Τον μεθεπόμενο χρόνο με τον ίδιο τρόπο την Δ΄ τάξη κ.ο.κ.
Τότε η Ηλιούπολη δε θύμιζε σε τίποτα το σημερινό ωραίο προάστιο. Ήταν ένα μεγάλο “χωράφι”. Δίπλα μας βρισκόταν ένα οικόπεδο το οποίο μας το αγοράζει ο αδελφός της Ηγουμένης Θεοδούλης, Νέαρχος Κούνδουρος.
Επίσης ο εξάδελφός της, πολιτικός μηχανικός, Ευάγγελος Κουντουράκης, μας βγάζει άδεια και σχεδόν με δικά του χρήματα υψώνει το σκελετό του κτιρίου -από μπετόν πια- και έτσι κτίζουμε μια αίθουσα για το σχολείο και πάνω έναν κοιτώνα για τα παιδιά. Ο Ενοριακός Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ηλιουπόλεως μας παραχωρεί μια έκταση πάνω από την Ηλιούπολη με Εκκλησία τον Προφήτη Ηλία. Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Δωρόθεος Γ. Κοτταράς (1956-1957), 0 δίνει εντολή και ετοιμάζονται τα σχέδια για τη Σχολή στο ήδη υπάρχον παλιό κτίριο και για τη Μονή στο παραχωρηθέν κτήμα.
Δυστυχώς όμως αρρωσταίνει βαριά. Όταν πήγα να τον επισκεφθώ στο νοσοκομείο, μου είπε: “Παιδί μου, δεν πρόφθασα να σας βοηθήσω, φεύγω…”. “Ναι, Μακαριότατε”, του απαντώ εγώ.” Όταν θα γυρίσετε…”. Εκείνος όμως μου λέει: “Δεν θα γυρίσω”. ήξερε πώς θα φύγει για τον ουρανό, όπως και έφυγε. Μας αγαπούσε τόσο πολύ! Ήταν τόσο καλός…
Το μοναστήρι και το σχολείο προχωρούν. Στην πορεία της Ελλαδικής Εκκλησίας τα αρχιεπισκοπικά ηνία κρατεί τώρα ο Ιερώνυμος Κοτσώνης (1967-1973), ο οποίος, αφού μας επισκέπτεται και διαπιστώνει τη στενότητα του χώρου, προσφέρει το ποσό των 300.000δρχ. για την ανοικοδόμηση αιθουσών και βοηθητικών χώρων. Μας προτείνει να κατεδαφίσουμε το παλιό κτίριο και να οικοδομήσουμε κτίριο κατάλληλο για να στεγάσουμε τα σχολεία.
Υποβάλλουμε τα δικαιολογητικά μας για δάνειο αλλά τελικά δεν εγκρίνεται, επειδή δεν επαρκούσαν τα ακίνητά μας προς υποθήκευση. Τότε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος ζητά από τον μακαριστό Π. Πρωτοπαπά να υπογράψει και εκείνος, ώστε να δοθεί το κτίριο στη Μονή με σκοπό τη δανειοδότηση. Και πάλι όμως δεν μας δίνουν δάνειο. Μάιος 1971. Ο Αρχιεπίσκοπος θέλει με το νέο σχολικό χρόνο να λειτουργήσει το Σχολείο στο καινούριο κτίριο. Και τότε μας λέει γελώντας: “αφού δεν μας δίνουν δάνειο, θα κάνουμε θαλασσοδάνειο”. Εμείς τον κοιτάμε χωρίς να καταλαβαίνουμε τι εννοεί. “Ναι, μας απαντά, θα κατεδαφίσουμε το κτίριο και θα κτίσουμε το σχολείο. Κάθε Παρασκευή θα έρχεστε στο λογιστήριο της Αρχιεπισκοπής να σας δίνουν τα έξοδα της εβδομάδας, εργατικά και υλικά, έως ότου τελειώσει το κτίριο”. Έτσι κι έγινε. 1η Μαΐου 1971 άρχισε η κατεδάφιση και 1η Οκτωβρίου του ίδιου έτους λειτούργησε το σχολείο, όπως είναι σήμερα. Η Μονή σιγά σιγά επέστρεψε τα χρήματα (4.800.000 δρχ.) στην Αρχιεπισκοπή, γιατί δεν ήταν από το πλεόνασμα αλλά χρήματα κινήσεως.
Σήμερα το σχολείο μας λειτουργεί με όλες τις βαθμίδες – Νηπιαγωγείο, Δημοτικό, Γυμνάσιο, Λύκειο- στεγάζοντας παράλληλα και Παράρτημα του Ελληνικού Ωδείου. Η Μονή, εκτός από τις υπόλοιπες δραστηριότητές της, συντηρεί με δικά της έξοδα Εκκλησιαστικό Ορφανοτροφείο Θηλέων. Τα παιδιά μας αγαπούν το σχολείο τους, τις αδελφές, το προσωπικό. Είναι καλά παιδιά και προοδεύουν στη μάθηση. Οι επιτυχίες τους στη ζωή μας γεμίζουν χαρά. Είναι παιδιά πιστά και εργατικά. Σωστά ελληνόπουλα. Τα ευχαριστούμε και ευχόμαστε η καλή μας Παναγία και προστάτης του σχολείου μας να κατευθύνει τα βήματά τους.
Ευχαριστούμε το προσωπικό, διδακτικό και βοηθητικό. Όλοι μαζί με μια καρδιά και μια ψυχή εργάζονται, ο καθένας στον τομέα του, για την πρόοδο των παιδιών μας.
Ευχαριστούμε τους γονείς, γιατί είναι πάντοτε κοντά μας και με την καλή συνεργασία τους μας βοηθούν στο έργο μας. Ευχαριστούμε τους ευλαβέστατους Ιερείς της Ενορίας μας Κοιμήσεως της Θεοτόκου, οι οποίοι συμβάλλουν τα μέγιστα στην πνευματική πρόοδο των παιδιών μας. Ευχαριστούμε τις αρχές της πόλεώς μας, διότι αγαπούν το Σχολείο και είναι πάντοτε πρόθυμοι σε κάθε περίσταση να φανούν χρήσιμοι στο επιτελούμενο από μας έργο. Τέλος, ευχαριστούμε εσάς, πνευματικέ πατέρα μας, Μακαριότατε, που είστε τώρα κοντά μας. Ευχόμαστε από τα βάθη της ψυχής μας να σας χαρίζει ο Πανάγαθος Θεός υγεία και έτη πολλά για το καλό της Εκκλησίας μας. Είθε επί των ημερών σας να επιτευχθούν και οι υπόλοιποι στόχοι της Μονής μας, δηλαδή η ίδρυση Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης -της γνωστής μας Παιδαγωγικής Ακαδημίας – για τα νιάτα, και Γηροκομείου για τα πονεμένα γεροντάκια της πατρίδας μας.
«Ευχαριστώ».
Ομιλία της Γερόντισσας Πελαγίας Β’ που έγινε 11/10/2024 στο πλαίσιο των εορταστικών
εκδηλώσεων του Αγίου Δημητρίου στον ομώνυμο Δήμο των Αθηνών.